ἀργόλας

ἀργόλας
ἀργόλας, α, , a kind of
A serpent, Suid.; cf. ἀργῆς.
II v. [full] Ἄργος·

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀργόλας — Ἀργόλᾱς , Ἀργόλας masc acc pl Ἀργόλᾱς , Ἀργόλας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργόλαι — Ἀργόλας masc nom/voc pl Ἀργόλᾱͅ , Ἀργόλας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργόλαν — Ἀργόλᾱν , Ἀργόλας masc acc sg (epic doric aeolic) Ἀργόλας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οζόλαι — Ὀζόλαι, oἱ (Α) φυλή τών Λοκρών που ονομάστηκε έτσι, πιθανώς λόγω τής πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην περιοχή τους ή επειδή ζούσαν μαζί με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”